- μεταπαυσωλή
- μεταπαυσωλή, ἡ (Α)παύση, ανάπαυλα, διακοπή («ὁππότε τις μεταπαυσωλή πολέμοιο γένηται», Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + παυσωλή «ανάπαυση»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεταπαυσωλή — rest between whiles fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)